έκδοχο

έκδοχο
το
θεραπευτικά αδρανής ουσία στην οποία ενσωματώνεται ένα φάρμακο σε ορισμένη αναλογία (π.χ. το βούτυρο τού κακάου αποτελεί το συνηθισμένο έκδοχο τών υποθέτων).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λεμονάδα — η 1. αναψυκτικό ποτό που παρασκευάζεται από χυμό λεμονιού, νερό και ζάχαρη 2. υγρό σκεύασμα που περιέχει ουσία με υπόξινη γεύση και γλυκαντικό, είναι αεριούχο ή όχι και χρησιμοποιείται ως αναψυκτικό, ως αντισηπτικό, ως διουρητικό και ως έκδοχο… …   Dictionary of Greek

  • πτισάνη — η, ΝΑ νεοελλ. (φαρμ.) υγρό φαρμακοτεχνικό σκεύασμα το οποίο περιέχει ασθενή αναλογία φυτικών προϊόντων με λίγες δραστικές ουσίες και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων ή ως πόμα αρχ. αφέψημα από χόνδρους ξεφλουδισμένου κριθαριού. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • σάπωνας — ο / σάπων, ος, ΝΑ το σαπούνι* νεοελλ. φρ. α) «σάπωνας αμυγδάλου» ή «αμυγδαλοσάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που παρασκευάζεται από αμυγδαλέλαιο και καυστικό νάτριο και χρησιμοποιείται ως έκδοχο διαφόρων φαρμάκων β) «ζωικός σάπωνας» (φαρμ.) σάπωνας που… …   Dictionary of Greek

  • σορβίτης — ο, Ν (χημ. φαρμ.) οργανική ένωση, κορεσμένη εξασθενής αλκοόλη, που για πρώτη φορά απομονώθηκε από τους καρπούς ειδών τού γένους φυτών σόρβος, αλλά παρασκευάζεται βιομηχανικά από τη γλυκόζη και χρησιμοποιείται στη θεραπευτική για τη διουρητική,… …   Dictionary of Greek

  • σπερμακητέλαιο — το, Ν έλαιο που απομένει μετά την απόψυξη και έκθλιψη τού κητοσπέρματος και που χρησιμοποιείται ως έκδοχο στη φαρμακευτική και ως λιπαντικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπερμακήτειο + έλαιο] …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”